Στο δωμάτιο βούιζε ένας στερεωμένος στο ταβάνι ανεμιστήρας, τόσο αργός που ανάδευε σχεδόν τελετουργικά τον βραστό αέρα και τόσο ξεχαρβαλωμένος που ένοιωθες ότι από στιγμή σε στιγμή θα προσγειωθεί στα ωχρά σεντόνια, όσο κι ήξερες καλά μέσα σου ότι μάλλον στέκει έτσι μετέωρος για δεκαετίες, επαπειλώντας εκατοντάδες ταξιδιώτες πριν από εσένα και εξωθώντας τους στο ίδιο μοιραίο λάθος: να βγουν έξω στην πόλη.
Γιατί δεν χρειάζονται παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα, για να συνειδητοποιήσεις ότι έπεσες σε παγίδα, καθώς από τον ουρανό κατεβαίνει μια πύρινη ρομφαία που σε καρφώνει στην άσφαλτο. Το κεφάλι αρχίζει να βουίζει, το μυαλό βραχυκυκλώνει καθώς το σώμα στεγνώνει και δεν μπορείς να κάνεις βήμα μπροστά, ούτε έχεις το κουράγιο να γυρίσεις πίσω στο ξενοδοχείο – μέχρι να καταφέρεις να συρθείς μέχρι τον κορμό ενός «από μηχανής» μάγκο και να πέσεις ξέπνοος στη σκιά του. Η σκιά σε τέτοιες στιγμές αποκτά υλική υπόσταση και ανθρώπινη υφή: έχει γεύση και ροή, το σώμα τη δέχεται με την ίδια ανακούφιση, όπως η στέρφα γη τη βροχή και τα διψασμένα χείλη γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό.
«Το Χαρτούμ, πόλη θολή, μισοφασματική, μισοαληθινή, ανήκει στις επίπεδες πόλεις μήτρες, μακριά από τις επιθετικές πόλεις – φαλλούς όπως το Χονγκ Κονγκ ή το Μανχάταν. Το ζεματιστό χνότο της Σαχάρας, το πολλαπλώς ιερό αλλά άγονο χώμα με τα «άνυδρα, στερημένα απογεύματα αιώνων», η γη που προσπαθεί να δροσιστεί από την ιδέα του θείου, φτάνει ως εδώ. Μέσα στην εμμένεια της άμμου και την εντοπιότητα του καύσωνα ο εφιάλτης της αφυδάτωσης ξορκίζεται από τους ντόπιους με το αργό, ιερατικό βάδισμα, σαν βουβή επίκληση σε ένα δροσερότερο επέκεινα, όσον κι αν ακούγεται παράλογο ή μεταφυσικό. Ο προσεκτικός ταξιδιώτης, ιδίως εκείνος που έχει μάθει να ξεχωρίζει εύκολα ανάμεσα στα ερείπια των μνημείων και στις μικροχαρές της ζωής, το απώτερο νόημα του χρόνο, θα μας έλεγε ότι όποιος ζει σ’ αυτά τα μέρη γίνεται ο ίδιος σιγά σιγά κινούμενη ξηρασία κι απαντοχή, κινούμενη έρημος και όαση μαζί»
Το Χαρτούμ, πόλη θολή, μισοφασματική, αλλά και άκρως ποδοσφαιρική που σε κάθε ντέρμπυ μετατρέπεται σε ποτάμι από ανθρώπους που ζωντανεύουν, ξαναβρίσκουν την όρεξη για ζωή, κουβεντιάζουν έντονα, αλλά φανερά ευχαριστημένοι που θα ζήσουν ένα ακόμη ντέρμπυ, τα μαγαζιά και τα μπαρ γεμίζουν. Η Αλ Χιλάλ και η Αλ Μερεϊχ είναι με τεράστια απόσταση οι δύο μεγαλύτερες ομάδες της χώρας που μονοπωλούν όλους τους τίτλους και πάντα διψασμένες για διάκριση στις διασυλλογικές διοργανώσεις της Μαύρης Ηπείρου.
Στη Χιλάλ τα πάντα είναι υπερβολικά, ο πρόεδρος και οι παράγοντες είναι όλη την ώρα πάνω από την ομάδα, τον προπονητή και τους παίκτες. «Είμασταν εννιά βαθμούς μπροστά στη βαθμολογία και είχαμε προκριθεί στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά κάποια μέλη της διοίκησης επέμεναν να προσπαθούν μου επιβάλλουν τους δικούς τους παίκτες, οπότε για αρχή με άφησαν απλήρωτο και στην πρώτη ισοπαλία με απέλυσαν», αφηγείται ο Ζαν Μισέλ Καβαλί την εμπειρία του στον πάγκο της Αλ Χιλάλ.
Όμιλος θανάτου το Β΄ γκρουπ του Αφρικανικού Τσάμπιονς Λιγκ και η πέντε φορές πρωταθλήτρια Αφρικής Μαζέμπε (κάτι σαν την Μπάγερν της Αφρικής ένα πράγμα) δεν έχει κανένα περιθώριο για απώλειες σήμερα στο παντέρημο στάδιο της Αλ Χιλάλ της Χαρτούμ. Με ανώτερο από κάθε άποψη ρόστερ και όνομα βαρύ σαν ιστορία είναι λάθος να δίνεται αουτσάιντερ από τους μπουκ στο 3.30 (ή στο 2.25 DnB). Άλλωστε τα δωμάτια των παικτών της Μαζέμπε (που βρίσκονται στην Χαρτούμ με ειδική πτήση από την Κυριακή) δεν έχουν ταβάνι με ξεχαρβαλωμένο ανεμιστήρα και οι ίδιοι είναι έτσι κι αλλιώς μαθημένοι σε ακόμη πιο δύσκολες συνθήκες στο Λουμπουμπάσι…